- παναλθής
- παναλθής, -ές (Α)αυτός που θεραπεύει τα πάντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -αλθής (< ἄλθος «φάρμακο»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παναλθέος — παναλθής all healing masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)